Tag: Δ

  • Δενδρόφυτος

    Δενδρόφυτος -η -ο: που είναι γεμάτος δέντρα. (*)


    – Καρδούλα μουυυυυυυ
    – Μμμμμ
    – Κοριτσάκι μουυυυυυυ
    – Τι θέλεις;
    – Το σκέφτηκεεεεες;
    – Όχι!
    – Όχι όχι ή όχι δεν το σκέφτηκες, καρδερινούλα μου;
    – Όχι σκέτο!
    – Έλα ρε Ματίνα… αμάν πια! Γιατί έχεις μουλαρώσει έτσι; Σου λέω είναι παράδεισος! Ένα δενδρόφυτο χωριό τίγκα στα πλατάνια! Πλάτανος, όνομα και πράγμα! Πάμε εκεί να γεμίσουμε οξυγόνο!
    – Γιατί παιδί μου; ΧΑΠ έχουμε και θέλουμε οξυγόνο ή είμαστε κάμπιες για να πάμε στα πεύκα;
    – Πλατάνια!
    – Έστω πλατάνια… εγώ αν δεν βουτήξω σε θάλασσα δεν καταλαβαίνω διακοπές!
    – Μα έχει εκεί κοντά μια ωραιότατη λίμνη για να κάνεις μπάνιο. Έλα ρε Ματινάκιιιιι
    – Δεν είμαι πάπια παιδάκι μου… άνθρωπος είμαι και θέλω ήλιο, θάλασσα, κύμα…
    – Κι εγώ θέλω οξυγόνο!
    – Θα σου φέρω την φιάλη του πατέρα μου. Από τη μια το φραπεδάκι και από την άλλη η φιάλη του οξυγόνου… μια χαρούλα θα είσαι! Άσε τα βουνά για όταν γεράσουμε… τώρα μας περιμένει το Super Paradise! Το δικό σου Paradise σε μερικές δεκαετίες. Σκάσε και τρώγε τώρα γιατί πρέπει να πάμε να ψωνίσουμε μαγιό!
    – Μμμμμμ
    – Τρώμε τώρα λέμε!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Δεμάτι

    Δεμάτι (το): μεγάλη δέσμη από κλαδιά, άχυρα κτλ. (*)


    Τις προάλλες με έβγαλε ο δρόμος στον κάμπο. Οι ελιές μαζεμένες, τα αμπέλια κλαδεμένα… όλη η φύση προσμένει την άνοιξη για να αναγεννηθεί! Τότε μου ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς. Όταν κλάδευε το αμπέλι, έκανε με τις κληματόβεργες δεμάτια που τα ντάνιαζε στην άκρη της μάντρας. Το Πάσχα με το καλό, αλλά και όποτε ανάβαμε την ψησταριά, είχαν την τιμητική τους. Χρησιμοποιούσαμε και κάρβουνα, αλλά οι κληματόβεργες από το αμπέλι μας ήταν το Α και το Ω της θράκας! Οι παλιότεροι για όλα είχαν βρει κάποια χρησιμότητα, κάποιο σκοπό… όσα πέταγαν ήταν πραγματικά σκουπίδια και όχι σκουπίδια κατ’ όνομα. Είναι και αυτό κάτι από εκείνα που έχουμε ξεχάσει και επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε και να ξαναφέρουμε στην καθημερινότητα μας. Η πράσινη και η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να ξεκινούν και να εφαρμόζονται πρωτίστως από το κάθε νοικοκυριό!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Δέλεαρ

    Δέλεαρ (το): απατηλό μέσο που διαθέτει ελκτική δύναμη, και με το οποίο γίνεται προσπάθεια προσέλκυσης κάποιου. (*)


    Εδώ και κάμποσο καιρό δεν αισθάνομαι καλά. Δεν θέλω να σηκώνομαι από το κρεββάτι το πρωί, δεν θέλω να βγαίνω έξω, δεν βρίσκω χαρά σε τίποτα και θέλω να γυρνώ συνέχεια με τις πιτζάμες μέσα στο σπίτι. Ο κολλητός μου, ο Νίκος, λέει ότι έχω κατάθλιψη και προσπαθεί συνεχώς να με βγάλει από το καβούκι που έχω κλειστεί. Να, και πριν λίγο με πήρε τηλέφωνο για να βγούμε, να βρεθούμε με την παλιοπαρέα. Δεν λέω το δέλεαρ ήταν μεγάλο, μιας και θα είναι και η Αντιγόνη εκεί, ο αρχαίος και μόνιμος -χωρίς ανταπόκριση- έρωτας μου! Όμως το ματς, όπως χαρακτηριστικά ανάφερε ο Νίκος, έληξε με σκορ Κατάθλιψη-Αντιγόνη: 1-0 και το γκολ βαλμένο από τα αποδυτήρια! Κάποια άλλη φορά Νίκο… δεν νιώθω καλά σήμερα…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.