Tag: Γ

  • Γαλιφιά

    Γαλιφιά (η): γλυκόλογα και καλοπιάσματα. (*)


    Μόλις πέρασα την πόρτα του σπιτιού, το ένιωσα στην ατμόσφαιρα. Ηλεκτρισμός… ωχ Παναγιά μου! Τα πρώτα σημάδια εμφανίστηκαν λίγα δευτερόλεπτα μετά. Η μεγάλη μου κόρη, δεκαπέντε χρονών έφτασε το πουλάκι μου, εμφανίστηκε μπροστά μου με ένα χαμόγελο από το ένα αυτί μέχρι το άλλο. Μα αυτή συνήθως είναι καρφωμένη πάνω από το κινητό της… ωχ! Μου πήρε την τσάντα του laptop από τα χέρια να την πάει στο γραφείο, για να μην κουράζομαι είπε… ωχ, ωχ! Στην κουζίνα το φαγητό μου ήταν ζεσταμένο και μια μπύρα παγωμένη περίμενε δίπλα του… ωχ, ωχ, ωχ! Το μυαλό μου πήρε φωτιά… βαθμοί; όχι πριν δύο βδομάδες της τα έψαλα για τα χάλια της… ρούχα; προχθές πήγε με την μάνα της και μου τσάκισαν την κάρτα, ξέχασα να την ψάλλω… Γιατί τόσες γαλιφιές; Τι είναι Χριστέ μου; Βοήθησε με και είμαι σε ηλικία εγκεφαλικού! Κάθομαι να φάω. Η σουσουράδα από δίπλα…

    – Μπαμπάαααα, μπαμπακούλη μουυυυυυ!
    – Πόσο κάνει καμάρι μου;
    – Ποιο μπαμπάκα μου;
    – Αυτό που θέλεις. Τι είναι και πόσο κάνει;
    – Γιατί νομίζεις ότι κάτι θέλω, βρε μπαμπούλη μου;
    – μμμμ
    – Να, η Μίνα…
    – μμμμμμμμμμ
    – Να, ξέρεις, βγήκε ένα κινητό που…
    – Στοπ!
    – Μα…
    – Στοπ, στοπ, στοπ! Δεν έχει! Πέρυσι πήραμε κινητό και είναι μια χαρά! Πολύ πιο εξελιγμένο, δε, από το δικό μου! Ούτε μία στο εκατομμύριο!
    – Είσαι τσιγκούνης… δεν με καταλαβαίνεις…
    – Εγώ; Ο μπαμπακούλης; Ο μπαμπούλης; Ο μπαμπάααααααααας;
    – Ναι, εσύ ο μπαμπούλας! Μαμάααααααααα…

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Γαλιάντρα

    Γαλιάντρα (η): [1] ωδικό πουλί με επίμονο και συνεχές κελάηδημα [2] ως χαρακτηρισμός γυναίκας εξαιρετικά φλύαρης. (*)


    Θυμάμαι όταν ερχόταν η θεία Ελπινίκη στο σπίτι μας επίσκεψη, κοιτάγαμε όλοι να εξαφανιστούμε· εκτός από τους γονείς μας βέβαια, όχι γιατί δεν το ήθελαν, αλλά γιατί δεν μπορούσαν! Όποιος την γνώριζε, ο Θεός να την συγχωρέσει, θα έπαιρνε όρκο ότι η θεία είχε στο στόμα ένα μοτεράκι. Ναι, ναι μην γελάτε. Το έβαζε μπρος με το καλησπέρα και το σταμάταγε με το καληνύχτα. Σκέτη γαλιάντρα! Δεν μπορούσες να σταυρώσεις λέξη παρουσία της. Και να είχε κάποιο ειρμό η κουβέντα… όχι! Από το ένα θέμα πεταγόταν στο άλλο, όπως κάνουν αυτοί οι ιπτάμενοι σκίουροι που έχω δει σε ένα ντοκιμαντέρ. Μοτεράκι σου λέω, μοτεράκι!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Γαϊδουροκαλόκαιρο

    Γαϊδουροκαλόκαιρο (το): 1. υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι. (*)


    – Έλα πατέρα εγώ είμαι, καλημέρα.
    – Καλημέρα λεβέντη μου, τι κάνετε, όλα καλά;
    – Μια χαρά πατέρα και η Λένα και τα παιδιά μια χαρά. Εσείς, ανάψατε τζάκι, έπιασε κρύο στο χωριό;
    – Είχαμε ανάψει, αλλά από προχθές έπιασε γαϊδουροκαλόκαιρο και απολαμβάνουμε τις τελευταίες ζέστες, πριν μπει ο Νοέμβρης και αρχίσουν τα γερά κρύα. Κάτσε να σου φωνάξω και τη μάνα σου, σιδερώνει τη σημαία για να την κρεμάσουμε στο μπαλκόνι· 28η αύριο! Τασίααααα, το παιδί στο τηλέφωνο!!! Γεια σου από μένα παλικάρι μου, να μου τους φιλήσεις όλους στο σπίτι.

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.