Tag: Α

  • Αγάντα

    Αγάντα: Ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει διατηρώ μια κατάσταση με όλη τη δύναμη ή κρατώ κάτι. Η λέξη αγάντα είναι ισπανική μα είναι δάνειο από τα ιταλικά και σημαίνει επίσης: ο πάσσαλος που δένουν τα πλοία. Μεταφορικά η λέξη αγάντα δηλώνει την υπομονή και την αντοχή.


    Εχθές το πρωί πήγα στον πεθερό μου, για να τον βοηθήσω με το καθάρισμα της αποθήκης. Ρε παιδί μου, σκαθάρι ήταν στην προηγούμενη ζωή του; Είχε μαζέψει εκεί μέσα ό,τι μπορείς και δεν μπορείς να φανταστείς. Μέχρι δύο μεγάλους θερμοσίφωνες είχε -παλιούς, άχρηστους και διάτρητους από τη σκουριά- που σκεφτόταν λέει κάποτε να τους κόψει και να κάνει δύο ψησταριές… μία για κάθε κορίτσι! «Ωραία προίκα μου ετοίμαζες» του είπα για αστείο και εκείνος με έβαλε να τους φορτωθώ και να τους βγάλω στην άκρη της αυλής που μαζεύαμε τα σίδερα για τον παλιατζή! Καλά να πάθω… καθώς σερνόμουν σαν τον σαλίγκαρο με το άτιμο το θεόβαρο πράγμα στην πλάτη, μου έλεγε «Αγάντα γαμπρέ, αν τους ήθελες για προίκα θα τους κρατούσαμε! Άντε να δούμε που θα ψήνω για τα εγγόνια όταν έρθουν με το καλό». Ε, να μην στα πολυλογώ, γύρισα το απόγευμα στο σπίτι σαν σίγμα τελικό! Στράβωσα από την κούραση αδερφέ μου… είμαι και άμαθος. Με τέτοια μέση, δεν τα βλέπω τώρα κοντά τα εγγόνια πεθερούλη μου… δεν τα βλέπω!

  • Αγύρτης

    Αγύρτης -ισσα: υβριστικός χαρακτηρισμός εκείνου που εξαπατά τους ανθρώπους με επίδειξη γνώσεων, ικανοτήτων, προσόντων κτλ., τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχει· απατεώνας, τσαρλατάνος. (*)


    – Βαγγέλη μου, φιλαράκι μου, πάμε μέσα να στα πω. Δεν θέλω να μας ακούσει κανείς!
    – Τι έγινε ρε Αντώνη; Πήραν φωτιά τα μπατζάκια σου;
    – Άλλος πήρε φωτιά… ο Γιαννούκος…
    – Ο γιος της κυρά-Τασίας; Τι έπαθε;
    – Ποιας κυρά Τασίας ρε όργιο… συγκεντρώσου… ο Γιαννούκοςςςςς… η ριρή… ο παργαλάτσος… ο Κιουταχής ρε! Έλα βάλτο το ρημάδι να δουλεύει και θα μας ακούσει κανένας.
    – Ωχ, τι έπαθε το καμάρι της γειτονιάς; Κουράστηκε και έγειρε στου καραβιού τη πλώρη;
    – Ρε χιουμορίστα της κακιάς συμφοράς… πήγα στον Ευαγγέλου!
    – Πλάκα κάνεις; Πες ότι κάνεις πλάκα! Αυτός είναι αγύρτης ρε. Πόσο ηλίθιος μπορεί να είσαι; Τι σου έκανε ρε κόπανε ο τσαρλατάνος;
    – Μου έδωσε μια αλοιφή που… μην γελάσεις θα χεστούμε… να, θα του πρόσθετε διάμετρο… σκάσε μην γελάς!
    – Ρε ζώο ακατέργαστο! Τι είναι το πουλί σου; Κόκορας να τον παχύνεις για να τον φας με χυλοπίτες! Μπέρδεψες τα πουλιά; Και τι έγινε ρε; Πάει ο Γιαννούκος; Τον κλαίμε με μαύρο δάκρυ;
    – Δεν ξέρω ρε κουμπάρε, έχει γεμίσει κοκκινίλες και πονάει γαμώτο!
    – Ντύσου ρε ηλίθιε να σε πάω στο νοσοκομείο… γαμώ το κέρατο μου το τράγιο. Άντε σήκω. Άκου θα πρόσθετε διάμετρο! Έλα Γιαννούκο στον τόπο σου. Ήμαρτον ρε… που λέει και ο Γεωργίου!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Άφατος

    Άφατος -η -ο: που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, να τον εκφράσουν· απερίγραπτος, ανείπωτος. (*)


    Η πολυτελής άμαξα, που την έσερναν τέσσερα επιβλητικά λευκά άλογα, πέρασε την πύλη του κτήματος και κατευθύνθηκε προς την έπαυλη. Στα σκαλιά της εξώπορτας του μεγάρου ήταν παραταγμένο όλο το υπηρετικό προσωπικό. Όταν το αφεντικό τους ο δικαστής Τζόνσον κατέβηκε από την άμαξα, τον πλησίασε ο επικεφαλής τους.
    «Καλώς ήλθατε κύριε», είπε κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση και συνέχισε «άφατα συναισθήματα ευτυχίας κατακλύζουν τις καρδιές όλων μας. Ο καλός Θεός μας ευλόγησε με την ευδαιμονία της παρουσίας σας. Οι κύριοι που σας συνοδεύουν; Να φροντίσω για δωμάτια;»
    «Καλώς σας βρήκα Έντουαρντ. Οι κύριοι δεν θα μείνουν πολύ ώρα. Πήγαινε αμέσως στο γραφείο μου και περίμενε. Έχουμε πολλά να πούμε!» απάντησε με απότομο ύφος ο δικαστής. Το πρόσωπο του μαλάκωσε αισθητά καθώς γύρισε προς τους υπόλοιπους υπαλλήλους του λέγοντάς «Σας ευχαριστώ για την υποδοχή. Παρακαλώ να επιστρέψετε στις εργασίες σας. Εκτός από εσένα Έλεν».
    Η Έλεν, η μαγείρισσα του σπιτιού, βρισκόταν στην δούλεψη του Λέοναρντ Τζόνσον πάνω από είκοσι χρόνια. Θα έλεγε κανείς ότι ήταν ο πιο αγαπητός και κοντινός του άνθρωπος.
    «Κύριε δεν κατάλαβα τι είπε ο Έντουαρντ, αλλά είμαστε πολύ χαρούμενοι που ήρθατε. Έχουμε πάνω από μήνα να σας δούμε! Σας έχω ετοιμάσει την αγαπημένη σας σούπα. Ξέρετε, όμως, έγιναν πολλά… εκείνος, η καημένη η Λάρα… είναι αθώα κύριε… σας ορκίζομαι!»
    «Χμ! Καλή μου Έλεν… πήγαινε στην κουζίνα σου και έρχομαι… πριν μιλήσω με τον Έντουαρντ θέλω να μου τα πεις όλα! Να μας τα πεις δηλαδή. Οι κύριοι θα μας κάνουν συντροφιά στο τσάι που θα μας προσφέρεις. Μην ανησυχείς για τίποτα… είναι αστυνομικοί και βρίσκονται εδώ για να συνοδέψουν αυτόν τον αχρείο στην μελλοντική κατοικία του…».

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Αγιάζι

    Αγιάζι (το): [1] υγρασία που συνοδεύεται από διαπεραστικό κρύο [2] πάχνη. (*)


    Πριν ξημερώσει κινήσαμε… θα πηγαίναμε για κυνήγι· εκείνοι δηλαδή, γιατί εγώ απεχθάνομαι το βάρβαρο αυτό “σπορ”. Τα δικά μου όπλα θα ήταν η ψηφιακή μηχανή, για να αποθανατίσω τις στιγμές και το τοπίο, και ένας σουγιάς με την παρελκόμενη τσάντα, μπας και βρω τίποτα χόρτα. Όλο και κανένας ζοχός, καμιά βρούβα θα είχε φυτρώσει εκεί που θα περνούσαμε. Καλά όλα αυτά, αλλά δεν είχα υπολογίσει το πρωινό αγιάζι και φόρεσα ρούχα ελαφρά. Θα περπατάμε σκέφτηκα και θα ζεσταθώ! Βρε, πάγωσα μέχρι το κόκκαλο… αρκούδα έγινα από το κρύο. Κι από χόρτα; Ούτε ένα φυλλαράκι! Δεν πειράζει όμως, χαλάλι το ξεπάγιασμα, έβγαλα κάτι φωτογραφίες!!!

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

  • Αγαλήνευτος

    Αγαλήνευτος

    Αγαλήνευτος -η -ο: που δεν έχει γαληνέψει, ηρεμήσει. (*)


    Από μικρός, θυμάμαι, είχα μια σχέση λατρείας και φόβου με την καλή μου. Ειδικά όταν εκείνη είχε τα μπουρίνια της, κρατούσα αποστάσεις ασφαλείας και την θαύμαζα από μακριά με το βλέμμα μου μαγνητισμένο στο υγρό κορμί της. Αυτός είναι και ο λόγος που, το σπίτι των ονείρων μου είναι χτισμένο πάνω σε ένα απόκρημνο βράχο, που ορθώνει το ανάστημα του πάνω από το αλμυρό νερό της.
    Τα καλοκαίρια με τα ηλιοβασιλέματα η θέα σε μαγεύει, αλλά τους χειμώνες είναι που σου κόβει την ανάσα· όταν η αγαπημένη μου θάλασσα, αγαλήνευτη, καθρεφτίζει στο σώμα της τον μουντό ουρανό και οδηγεί το νου στα περασμένα. Στις στιγμές που αναπαύονται υπομονετικά στο συρτάρι των αναμνήσεων, περιμένοντας την κατάλληλη ώρα να ζωντανέψουν έστω και για λίγα λεπτά… γαληνεύοντας την ψυχή ή ταράσσοντας την, έτσι για να μοιάζει με εκείνη.

    (*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.