Ζούζουλο (το): [1] ζωύφιο, ζουζούνι [2] μικρό παιδί, ζωηρό και άτακτο. (*)
Αύγουστος, ντάλα μεσημέρι. Όλη η πλάση βρίσκεται σε λήθαργο όπως και η γειτονιά μας. Είναι αυτό που λένε… ούτε πούστης δεν κουνιέται. Πόρτες και παράθυρα τέντα ανοικτά, μπας και φιλοτιμηθεί κάνα περαστικό αεράκι και μας κάνει βεγγέρα. Και ξάφνου, εκεί στην υποχρεωτική ραστώνη, μια στριγκλιά σχίζει την σιωπή και τα σωθικά μας! Αμάν, ξύπνησε ο Γιαννάκης, το ζούζουλο της Ματίνας και του Λευτέρη. Τώρα για κάνα μισάωρο θα δουλεύει τη σειρήνα στο φουλ. Μάλλον, όμως, χάρη μας έκανε ο διαβολάκος. Που να φχαριστηθείς ύπνο με τέτοια κουφόβραση. Πάμε καλύτερα να χτυπήσουμε κάνα φραπεδάκι! Λάλατο Γιαννάκη, λάλατο…
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.