Υπέργειος -α -ο: που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της γης. (*)
Οι καρποί μου με καίνε. Τους έχουν ακινητοποιήσει πίσω από την πλάτη μου με αυτά τα πλαστικά που δένουν τα καλώδια. Η κουκούλα που έχω στο κεφάλι είχε εξαφανίσει εντελώς το οπτικό μου πεδίο, αντικαθιστώντας το με μια μαυρίλα που μου κόβει τα ύπατα. Κάποια στιγμή το αυτοκίνητο σταματά. Η κουκούλα εξαφανίζεται… βλέπω ξανά… μια ξύλινη ετοιμόρροπη παράγκα είναι δίπλα… γύρω γύρω χωράφια… που με πάνε; Η πόρτα του παραπήγματος ξεκλειδώνει όταν κάποιος πατά τον κωδικό σε ένα κρυφό πληκτρολόγιο… δεν είμαστε καλά! Με σέρνουν μέσα! Απόλυτη ησυχία! Νιώθω μια δόνηση… το πάτωμα κατεβαίνει… η παράγκα είναι το υπέργειο τμήμα ενός ασανσέρ! Μια υπόγεια βάση; Τι δουλειά έχω εγώ με αυτά; Ένας απλός και βαρετός υπάλληλος γραφείου είμαι! Ένας οξύς μεταλλικός ήχος σχίζει την ατμόσφαιρα… ο θάλαμος αρχίζει να επιταχύνει… μέταλλα που τσακίζονται ακούγονται από όλες τις πλευρές… πέφτουμε… κάποιος αρχίζει να προσεύχεται φωναχτά… κάποιος άλλος αρχίζει να βρίζει… εγώ θυμάμαι ότι δεν έβαλα στον φορτιστή το κινητό… Θεέ μου θα πεθάνω… αναπνέω με δυσκολία!
Και τότε…
ένας βόμβος…
ανοίγω τα μάτια…
είμαι ξαπλωμένος…
χτυπάει ο συναγερμός ενός αυτοκινήτου…
το ρολόι δείχνει μία μετά τα μεσάνυχτα…
δεν ξανατρώω καρυδόπιτα για βράδυ!
Δεύτερη φορά που την παθαίνω!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.