Θαρρώ

Θαρρώ: έχω τη γνώμη, την πεποίθηση· νομίζω, πιστεύω. (*)


Ο Πανσγιωτάκης είναι καλόψυχο παλικάρι αλλά άμα σε πετύχει να παίζεις τάβλι την έκανες. Όλο υποδείξεις είναι… εκεί που μόλις έχεις παίξει την ζαριά σου και περιμένεις να δεις τι θα φέρουν τα κόκαλα για τον αντίπαλο, πετάγεται σαν την τσουτσού και λέει: «Θαρρώ ότι το έξι πέντε θα έπρεπε να το παίξεις αλλιώς», «Θαρρώ ότι δεν εκμεταλλεύτηκες σωστά τα ντόρτια», «Θαρρώ ότι άμα ο άλλος φέρει τώρα ένα τριόδυο την έκανες». Στα κάνει τα νεύρα κρόσσια σου λέω!
Άσε το άλλο. Άμα του πεις «Έλα ρε Παναγιωτάκη να παίξουμε ένα μέχρι τα πέντε», σου λέει «Μπα, εμένα μου αρέσει να βλέπω»! Αμ δεν σου αρέσει να βλέπεις λεβέντη μου, να μου τσαταλιάζεις το νευρικό σύστημα σου αρέσει… θαρρώ! Άμε θαρρέψου, με το συμπάθιο κιόλας Παναγιωτάκη μου, άμε θαρρέψου!

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.