Σαλαγάω: για το βοσκό που με κραυγές, σφυρίγματα κτλ. παρακινεί το κοπάδι να προχωρήσει ή να σταματήσει. (*)
Τρεις ολόκληρες ώρες έψαχνα τον Μήτσο μου στα πέριξ του χωριού μας. Έπρεπε να τον βρω οπωσδήποτε! Είχε φτάσει μήνυμα από το σταθμό χωροφυλακής να παρουσιαστεί άμεσα. Το ήξερα ότι αυτά τα σούρτα φέρτα με τον Μανώλη του κυρ-Παντελή δεν θα έβγαιναν σε καλό. Μούτρο μεγάλο ο Μανωλάκης και βουτηγμένος στην παρανομία από τα μικράτα του. Ο Μήτσος είμαι σίγουρη πως δεν είχε κάνει καμιά χαζομάρα αλλά να, αυτό που λένε μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, φοβάμαι! Τον βρήκα τελικά να σαλαγάει τα πρόβατα μαζί με τον Αράπη, το τσοπανόσκυλό μας, στο λοφάκι του Άη-Λια. Μόλις του είπα τα νέα σκοτείνιασε το πρόσωπο του, ξεροκατάπιε και αρχίσαμε να ροβολάμε μαζί με τα ζώα προς το μαντρί. Κάτι είχε γίνει, κάτι ήξερε, αλλά μου ορκίστηκε ότι εκείνος ήταν καθαρός! Κάνε Θεέ μου να ξεμπλέξει γρήγορα το παλικάρι μου από τους χωροφυλάκους, να έρθει και μένα η ψυχή μου στην θέση της. Βοήθα Παναγιά μου να μην τον τυλίξουν σε καμιά κόλλα χαρτί… μάνα είσαι κι εσύ και με καταλαβαίνεις!
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.