Ωοειδής

Ωοειδής -ής -ές: που έχει το σχήμα του αυγού (κότας) ή της κατά μήκος τομής του· αυγόσχημος. (*)


Ο Λευτέρης, ο κουμπάρος μου, δεν έχει κάποιο σταθερό χόμπι. Κατά καιρούς τον πιάνει μανία με κάποιο, και μετά από λίγες βδομάδες, αλλά μπόλικες ώρες που του έχει αφιερώσει, το παρατάει για να καταπιαστεί με κάτι διαφορετικό.
Αυτό τον καιρό διάγουμε την περίοδο του πηλού. Έχει ψάξει όλη την Αθήνα και έχει αγοράσει ό,τι είδους πηλό μπόρεσε να βρει! Και τι τον κάνει; Χα! Φτιάχνει ωοειδούς σχήματος και ποικίλων μεγεθών πήλινα. Έχει γεμίσει το διαμέρισμα του με μικρά και μεγάλα «αυγουλάκια», που, κατά τα λεγόμενα του καλλιτέχνη, θα διακοσμηθούν με χρώματα όταν στεγνώσουν ή ψηθούν (ανάλογα με το είδος του πηλού από το οποίο είναι φτιαγμένα).
Κάτι μου λέει ότι μετά θα γεμίσουν τα σπίτια των φίλων του με τις δημιουργίες του Λευτέρη… μήπως θέλετε κι εσείς να σας χαρίσουμε κανένα διακοσμητικό αυγουλάκι; Χάρη θα μας κάνετε! 🙂

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.