Γαϊδουροκαλόκαιρο (το): 1. υπερβολικά ζεστό καλοκαίρι 2. οι ζεστές μέρες στα τέλη του Οκτώβρη· το μικρό καλοκαιράκι. (*)
– Έλα πατέρα εγώ είμαι, καλημέρα.
– Καλημέρα λεβέντη μου, τι κάνετε, όλα καλά;
– Μια χαρά πατέρα και η Λένα και τα παιδιά μια χαρά. Εσείς, ανάψατε τζάκι, έπιασε κρύο στο χωριό;
– Είχαμε ανάψει, αλλά από προχθές έπιασε γαϊδουροκαλόκαιρο και απολαμβάνουμε τις τελευταίες ζέστες, πριν μπει ο Νοέμβρης και αρχίσουν τα γερά κρύα. Κάτσε να σου φωνάξω και τη μάνα σου, σιδερώνει τη σημαία για να την κρεμάσουμε στο μπαλκόνι· 28η αύριο! Τασίααααα, το παιδί στο τηλέφωνο!!! Γεια σου από μένα παλικάρι μου, να μου τους φιλήσεις όλους στο σπίτι.
(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.