Φακιόλι

Φακιόλι (το): γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών. (*)


Η γιαγιά Ανδρομάχη, δεν ξέρω αν κάτι είχε, αλλά η καθημερινότητα της ήταν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι. Να, για παράδειγμα το πρωί… κάθε πρωί… θα ξυπνούσε στις επτά, θα πήγαινε στην τουαλέτα, θα έφτιαχνε το φασκόμηλο της, θα το απολάμβανε μαζί με ένα παξιμάδι σταρένιο μπροστά στο βορινό παράθυρο της κουζίνας -έχει μια ανεπανάληπτη θέα προς το βουνό- και κατόπιν θα φορούσε το φακιόλι της και θα ξεκινούσε τις δουλειές του σπιτιού. Κάθε μέρα με αυτή την συγκεκριμένη σειρά, στους ίδιους συγκεκριμένους χρόνους και με το λατρεμένο χαμόγελό της να αχνογράφεται στα χείλη!

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.