Δεμάτι

Δεμάτι (το): μεγάλη δέσμη από κλαδιά, άχυρα κτλ. (*)


Τις προάλλες με έβγαλε ο δρόμος στον κάμπο. Οι ελιές μαζεμένες, τα αμπέλια κλαδεμένα… όλη η φύση προσμένει την άνοιξη για να αναγεννηθεί! Τότε μου ήρθε στο μυαλό μου ο παππούς. Όταν κλάδευε το αμπέλι, έκανε με τις κληματόβεργες δεμάτια που τα ντάνιαζε στην άκρη της μάντρας. Το Πάσχα με το καλό, αλλά και όποτε ανάβαμε την ψησταριά, είχαν την τιμητική τους. Χρησιμοποιούσαμε και κάρβουνα, αλλά οι κληματόβεργες από το αμπέλι μας ήταν το Α και το Ω της θράκας! Οι παλιότεροι για όλα είχαν βρει κάποια χρησιμότητα, κάποιο σκοπό… όσα πέταγαν ήταν πραγματικά σκουπίδια και όχι σκουπίδια κατ’ όνομα. Είναι και αυτό κάτι από εκείνα που έχουμε ξεχάσει και επιβάλλεται να ξαναθυμηθούμε και να ξαναφέρουμε στην καθημερινότητα μας. Η πράσινη και η αειφόρος ανάπτυξη πρέπει να ξεκινούν και να εφαρμόζονται πρωτίστως από το κάθε νοικοκυριό!

(*) Ο ορισμός της λέξης περιλαμβάνεται στο λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.