Αγάντα: Ναυτικό παράγγελμα που σημαίνει διατηρώ μια κατάσταση με όλη τη δύναμη ή κρατώ κάτι. Η λέξη αγάντα είναι ισπανική μα είναι δάνειο από τα ιταλικά και σημαίνει επίσης: ο πάσσαλος που δένουν τα πλοία. Μεταφορικά η λέξη αγάντα δηλώνει την υπομονή και την αντοχή.
Εχθές το πρωί πήγα στον πεθερό μου, για να τον βοηθήσω με το καθάρισμα της αποθήκης. Ρε παιδί μου, σκαθάρι ήταν στην προηγούμενη ζωή του; Είχε μαζέψει εκεί μέσα ό,τι μπορείς και δεν μπορείς να φανταστείς. Μέχρι δύο μεγάλους θερμοσίφωνες είχε -παλιούς, άχρηστους και διάτρητους από τη σκουριά- που σκεφτόταν λέει κάποτε να τους κόψει και να κάνει δύο ψησταριές… μία για κάθε κορίτσι! «Ωραία προίκα μου ετοίμαζες» του είπα για αστείο και εκείνος με έβαλε να τους φορτωθώ και να τους βγάλω στην άκρη της αυλής που μαζεύαμε τα σίδερα για τον παλιατζή! Καλά να πάθω… καθώς σερνόμουν σαν τον σαλίγκαρο με το άτιμο το θεόβαρο πράγμα στην πλάτη, μου έλεγε «Αγάντα γαμπρέ, αν τους ήθελες για προίκα θα τους κρατούσαμε! Άντε να δούμε που θα ψήνω για τα εγγόνια όταν έρθουν με το καλό». Ε, να μην στα πολυλογώ, γύρισα το απόγευμα στο σπίτι σαν σίγμα τελικό! Στράβωσα από την κούραση αδερφέ μου… είμαι και άμαθος. Με τέτοια μέση, δεν τα βλέπω τώρα κοντά τα εγγόνια πεθερούλη μου… δεν τα βλέπω!